Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι ένα ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη. Ένα ψαροκάικο δίχως ρότα. Που πάμε καπετάνιο? Με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι.Όπου πάνε τα κύματα λέω επίσημα εγώ..και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα..κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει..και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους αληταράδες. .και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες.Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά…Που να χωρέσουν μέσα μου όλα αυτά?Που να στριμωχτούν π΄ ανάθεμα τα ?
Αν βρισκόταν τώρα κάποιος δίπλα μου να μου ζεστάνει τα χέρια..να μου πει ψιθυριστά"Εντάξει Μη φοβάσαι μωρό μου"Κι εγώ να σύρω τα δάχτυλα μου στο πρόσωπο του και να πιάσω το σχήμα του χαμόγελου του. Να πιάσω το σχήμα του κόσμου. Και να γλυκαθώ. Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που έχω κάνει όλες τις αγοραπωλησίες της ψυχής μου με τον πρώτο έμπορα που θα μου παρουσιαστεί. Πουλάω τα πάντα έτσι για έναν παρά.
Είναι κάτι νύχτες του Γενάρη που τα πουλιά τρέχουν να κρυφτούν γιατί νιώθουν πως έρχεται ο χιονιάς.Πολλά πουλιά χιλιάδες.Θέλω να φύγω.Θέλω να φύγω γρήγορα πριν με προλάβει ο χιονιάς.Βαρέθηκα να ανάβω φωτιές για να ζεσταθούν οι άλλοι και στο τέλος να ξεπαγιάζω εγώ.Να μοιράζομαι την καρέκλα μου με τον κάθε κουρασμένο και στο τέλος να στρογγυλοκάθεται αυτός και γω να κουλουριάζομαι στο πάτωμα.Να σκουπίζω με τα χείλια μου τα δάκρυα των άλλων και τα δικά μου να ξεραίνονται στα μαγούλα μου και να κάνουν κρούστα.Κουράστηκε η ράχη μου να κουβαλά πληγωμένους.Στέγνωσε το στόμα μου να τους φωνάζω. Μη σωριάζεστε ρε ξεφτίλες. Σταθείτε στα πόδια σας. Μπόρα είναι. Βγάλτε τις τσίμπλες από τα μάτια σας Ξημερώνει.Βαρέθηκα να φτιάχνομαι από τα λάθη μου. Να φυτεύω βολβούς πάνω σε σωρούς από σκατά. Να βγάζω αθώους τους ένοχους και να κάθομαι για πάρτη τους στο σκαμνί. Να μουλιάζω στην βροχή γιατί άνοιξα την ομπρελά μου να μπουν από κάτω δυο τρεις μουρόχαβλοι που μου φάνηκαν κρυουλιάρηδες.
΄Οταν κάποια φορά στην ζωή σου νιώσεις πανικό χτυπά την πόρτα εκείνου που ξέρεις πως σε περιμένει...
Την ώρα του μεγάλου πανικού θα χτυπήσεις την πόρτα εκείνου που ορκίστηκε πώς πάντα θα σε περιμένει.Είδες που άδικα φοβόσουνα;Δεν χάλασε ο κόσμος λοιπόν, όταν όλοι θα σε απαρνηθούν και ο τελευταίος Ιούδας θα αρπάξει τα δηνάρια του, μόλις σε φιλήσει με πάθος στο στόμα.Δεν τρέχει κάστανο αν κάποιος κολλητός σου σε δει μια μέρα γυμνή και ξεχασμένη σε ένα πεζοδρόμιο και σου δαγκώσει την ψυχή με τον οίκτο του.Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, αν κάποτε γκρεμοτσακιστείς από τον βράχο που σκαρφάλωσες, γιατί πήρε το μάτι σου ένα ανθισμένο κυκλάμινο.Αυτός θα είναι εκεί.Τελείωνε μωρό μου, θα σου πει. Ξεπάγιασαν τα χέρια μου να περιμένουν να σε αγκαλιάσουν.
Ήταν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη. Ένα μωβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από σκούρα σύννεφα.Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την μεριές καλά την πόρτα του. Ακόμα και αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε. Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε περιμένει.Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα.Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου.
Κανείς....
Από το βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη "Το Σκισμένο Ψαθάκι"